-
1 клеймо
-
2 печать
печат||ьж1. ἡ σφραγίδα [-ς], ἡ βοῦλ-λα:государственная \печать ἡ κρατική σφραγίδα·2. перен ἡ σφραγίδα [-ίς]:\печать времени ἡ σφραγίδα τής ἐποχής· \печать позора τό στίγμα τής ἀτιμίας·3. (пресса) ὁ τύπος:свобода \печатьи ἡ ἐλευθερία τοῦ τύπου, ἡ ἐλευθεροτυπία·4. (печатание) ἡ ἐκτύπωση [-ις].-отдать в \печать δίδω προς τύπωση· выйти из \печатьи τυπώνομαι·5. (шрифт) τό στοιχεῖο[ν]:мелкая \печать τά μικρά (τυπογραφικά) στοιχεία· ◊ глубокая \печать ἡ βαθυτυπία. -
3 клеймо
клеймос τό σήμα, ἡ μάρκα, ἡ σφραγίδα, ἡ στάμπα / τό στίγμα (на теле осужденного, тж. перен). -
4 клеймо
-ά., πλθ. клейма ουδ.1. μάρκα, στάμπα, σφραγίδα, σημάδι.2. στίγμα στο δέρμα με κάψιμο (σε ζώα ή κατάδικους). || μτφ. ατιμία, μουτζούρα, αξιοκατάχριτη πράξη•смыть позорное клеймо ξεπλένω τη ντροπή.
3. στιγέας, ζουμπάς. -
5 тамга
-и θ.(παλ. κ. διαλκ.)• στίγμα, σημάδι. || σφραγίδα. || υπογραφή, τζίφρα. || τελωνειακός δασμός.
См. также в других словарях:
βούλλα — η (Μ βούλλα) 1. όργανο που φέρει στη μία επιφάνειά του ανάγλυφη ή έγγλυφη παράσταση και με το οποίο σφραγίζεται κάτι, σφραγίδα 2. το αποτύπωμα της σφραγίδας 3. επίσημο έγγραφο, σφραγισμένο με βούλλα ώστε να αποδεικνύεται η γνησιότητά του («παπική … Dictionary of Greek
βούλα — η (λ. λατ.) 1. σφραγίδα: Βάλε τη βούλα σου στο γράμμα. 2. το σήμα που αφήνει η σφραγίδα. 3. κηλίδα, σημάδι, κυκλικό στίγμα: Ο σκύλος ήταν άσπρος με μαύρες βούλες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)